- επτάβοιος
- ἑπτάβοιος, -ον (Α)επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + *-βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya- «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά-βοιος, εκατόμ-βοιος)].
Dictionary of Greek. 2013.